- Κρῶμος
- Κρῶμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρῶμοι — Κρῶμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρώμου — Κρῶμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρώμων — Κρῶμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cromvs — CROMVS, i, Gr. Κρῶμος, ου, (⇒ Tab. XI.) Neptuns Sohn, von dem der Ort Kromyon im Korinthischen den Namen hatte. Pausan. Corinth. c. 1. p. 86 … Gründliches mythologisches Lexikon
Κρώμνος — Αρχαία οχυρή πόλη της Αρκαδίας. Είναι επίσης γνωστή με τις ονομασίες Κρώμνα ή Κρώμη. Η παράδοση αναφέρει ότι ιδρυτής της ήταν ο Κρώμος, γιος του Λυκάονα. Βρισκόταν στην περιοχή της Κρωμίτιδας, πέρα από τον Αλφειό, πιθανότατα κοντά στο σημερινό… … Dictionary of Greek